του Φάνη Μαλκίδη
Εισαγωγή
θεωρούμε ότι δύο σημαντικά γεγονότα των τελευταίων εβδομήντα χρόνων κράτησαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην νεώτερη ιστορική πορεία της Θράκης, η συνθήκη της Λοζάννης (1923) και η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952) που άλλαξε αποφασιστικά τις προοπτικές, τις προτεραιότητες και τις κατευθύνσεις της χώρας, επηρεάζοντας καταλυτικά τόσο την περιοχή όσο και τη Μακεδονία και την Ήπειρο.
Πρόσφυγες και Θράκη
Το 1922 με την υποχώρηση του ελληνικού στρατού από τη Μικρασία, οι Έλληνες του χώρου, όπως και του ιστορικού Πόντου ακολούθησαν την πορεία προσφυγιάς που ήδη είχαν γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια των εθνικών κινημάτων που μετεξελίχθηκαν σε εκκαθαρίσεις ανεπιθύμητων (Νεότουρκοι), βαλκανικών συρράξεων και ενός παγκόσμιου πόλεμου. Η συνθήκη της Λοζάννης, “Αίμα και πετρέλαιο”, “Παγκόσμιος αγώνας δρόμου για το πετρέλαιο” σύμφωνα με ευρωπαϊκές και αμερικανικές εφημερίδες, “το μεγαλύτερο παζάρι του αιώνα μας” (Χαραλαμπίδης, 1994: 46), αναθεώρησε τη συνθήκη των Σεβρών, εκφράζοντας την ρεβιζιονιστική τάση που επικράτησε αμέσως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (Γερμανία και άλλες χώρες, ηττημένη Οθωμανική αυτοκρατορία), που ομολογείται και από Τούρκους συγγραφείς, όπως ο Mumtaz Soysal (Σαρρής, 1996: 6). Με την ελληνοτουρκική συνθήκη του Ιανουαρίου του 1923, ανταλλάχτηκαν 1.200.000 και πλέον ορθόδοξοι τουρκικής υπηκοότητας. Οι 107.607 εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, με 360.000 μουσουλμάνους Έλληνες υπηκόους. Εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής, οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι μουσουλμανικές μειονότητες της Θράκης, χαρακτηρισμό τον οποίο απαίτησε η τουρκική αντιπροσωπεία. Οι πρόσφυγες από την πρώτη οθωμανική αυτοκρατορία και από την 29/10/1924 τουρκική δημοκρατία, εγκαταστάθηκαν στη Θράκη. Στο νομό Έβρου, μια νέα πόλη που αποτέλεσε τον τόπο εγκατάστασης προσφύγων την οποία ο Βενιζέλος έχτισε για να αποτελέσει και τον αντίπαλο πόλο στην Αδριανούπολη, ήταν η Νέα Ορεστιάδα.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 (χρονιά απελευθέρωσης της ελληνικής Θράκης- για τους Τούρκους ιστοριογράφους και πολιτικούς επιστήμονες Δυτική Θράκη (Λιάπης, 1992: 34) και για τους Βουλγάρους ομολόγους τους Νότια Βουλγαρία), η περιοχή έγινε μια μεγάλη δεξαμενή προσφύγων, και ο Έρνεστ Χέμινγουει, ο συγγραφέας του Ισπανικού Εμφυλίου, ανταποκριτής τότε στη Θράκη θα γράψει “ένας στρατός που δεν ηττήθηκε, αποχωρούσε ακολουθούμενος από τα καραβάνια των προσφύγων”, που σύντομα αντιμετώπισαν τα μεγάλα προβλήματα στέγασης, εργασίας, κοινωνικής ένταξης που σε συνδυασμό με την οικονομική καθυστέρηση της περιοχής παρουσιαζόταν οξυμένα. Δε θα πρέπει να παραλείψουμε ότι ο χώρος για δέκα χρόνια έγινε πεδίο πολεμικών συγκρούσεων αλλάζοντας παράλληλα πολλούς κυβερνήτες (Βουλγαρία, διασυμμαχική κατοχή, κλπ.) που συνηγόρησαν στην τραγική κατάσταση που βρήκαν η Ελληνική Γενική Διοίκηση Θράκης και οι πρόσφυγες.Στη δεκαετία του 1930 οι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν στη Θράκη, ζούσαν με το όραμα της επιστροφής στις ιστορικές τους πατρίδες και αυτό είχε αντίκτυπο και στο “προσωρινό” που χαρακτήριζε την εγκατάστασή τους που δεν ανταποκρινόταν πάντοτε και από την κρατική πολιτική που μοίραζε γη, έχτιζε οικίες και προετοίμαζε μόνιμη εγκατάσταση, παρά τα αντίθετα που κατά (προεκλογικούς) καιρούς λεγόταν δεδομένης της μεγάλης μάζας ψηφοφόρων προσφύγων, που ήδη είχαν αρχίσει την πολιτική τους ενεργοποίηση με τη δημιουργία της προσφυγικής ομάδας βουλευτών. Οι αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις που διαδεχόταν η μια την άλλη, κατέφευγαν στη λήψη αντιλαϊκών και αντιδραστικών μέτρων (λογοκρισία, απαγόρευση δημοσίων συγκεντρώσεων) για να κατασιγάσουν τα οξυμένα πνεύματα, να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη και να αντιμετωπίσουν τα φλέγοντα ζητήματα, που αφορούσαν κυρίως τη διαρκή συρροή πολυάριθμων προσφύγων και την περίθαλψη τους. Η αλλαγή επτά υπουργών Οικονομικών σε διάστημα λιγότερο των τεσσάρων μηνών από την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα, φανερώνει ένα μέρος της τραγικής κατάστασης (Βακαλόπουλος, 1991: 440).
Η δεκαετία του 1930
Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου- Ινονού (1930) έθεσε οριστικό τέλος στην επιστροφή των προσφύγων. Σε αντίδραση τέσσερις πρόσφυγες βουλευτές του βενιζελικού κόμματος παραιτήθηκαν από το αξίωμα τους και αποτέλεσε την αρχή για να ξεκινήσει μια πολιτική για την περιοχή που πλέον δεν αφορούσε μόνο τους πρόσφυγες που αντιμετώπισαν λόγω των πιστεύω τους την επίσημη κρατική εχθρότητα (βενιζελικοί οπαδοί, αντίθετοι με τις βασιλικές ραδιουργίες που τις θεωρούσαν υπεύθυνες του ξεριζωμού τους, ίδρυση εργατικών συνδικάτων, κλπ.) αλλά και τους γηγενείς που είδαν την περιοχή τους να αντιμετωπίζεται ως ξένο σώμα στο ήδη πληγωμένο, μετά από δεκαετίες πολέμων, Ελλαδικό κορμό. Οι πιστώσεις για προσφυγική εγκατάσταση θα περικοπούν, η ήττα του Βενιζέλου, το αποτυχημένο κίνημα του 1935 και οι διωγμοί των οπαδών του θα σημάνει μια νέα που θα κορυφωθεί με την παλινόρθωση της βασιλείας και την άνοδο της δικτατορίας του Μεταξά.Μετά από χρόνια θα αποδειχθεί πόσο διαβρωμένα ήταν τα καθεστώτα που διαχειρίστηκαν τους πόρους για τους πρόσφυγες. Σε συνεδρίαση της Ελληνικής Βουλής, στις 5 Νοεμβρίου 1979, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ τόνιζε ότι “η μουσουλμανική περιουσία στα διάφορα στάδια της υπέστη άγρια εκμετάλλευση, επτά τοις εκατό της περιουσίας εκείνης διατέθηκε για την αποκατάσταση των προσφύγων, το υπόλοιπο 93% διασπαθίστηκε, που σημαίνει ότι έγιναν καταχρήσεις” (Πρακτικά Βουλής, 1979).
Η εγκατάλειψη της περιοχής, η περιθωριοποίηση ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, η δημιουργία ενός κλίματος φοβίας και φυγής, συνδυάστηκε με την διαβίωση των μουσουλμανικών μειονοτήτων που λόγω εφαρμογής πολιτικών που δεν εκπορευόταν πάντα από την εσωτερική διακυβέρνηση αποτέλεσαν ένα έντονο σημείο τριβής και προβληματισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 θα απελαθεί όλη η παλαιομουσουλμανική ηγεσία των μειονοτήτων (θρησκευτικοί λειτουργοί, δάσκαλοι, πρώην βουλευτές, η λεγόμενη ομάδα των “150”) με πίεση από την κεμαλική πλέον Τουρκία, λόγω του κλίματος “φιλίας” που είχε δημιουργηθεί στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ενώ στη δημιουργία ενός νέου περιβάλλοντος στην περιοχή συμβάλλει και η ίδρυση του γενικού τουρκικού προξενείου Κομοτηνής. Στο μεσοπόλεμο αρχίζει να δημιουργείται ο εφεδρικός ρόλος της Θράκης που φαίνεται και από την απλή παράθεση στοιχείων. Σε σύνολο 115 ανωνύμων εταιρειών δεν υπάρχει καμιά στη Θράκη και το ποσοστό της αυτοαπασχόλησης φθάνει το 78%. Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης πραγματοποιεί εξαγωγές 140εκ. που αντιστοιχούν στο 3, 5% του συνόλου των εξαγωγών. Μια κλίνη αντιστοιχεί σε 2000 κατοίκους ενώ το 1933 πεθαίνουν 576, μόνο από φυματίωση. Την ίδια χρονιά σε ολόκληρη τη Θράκη υπάρχουν 6 Γυμνάσια, όταν στη Λακωνία λειτουργούσαν 26, στη Αρκαδία 20, στην Αργολίδα 17, στη Μεσσηνία 35 και την Αχαΐα 23. Το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν 58%, διπλάσιο τον μέσον εθνικού όρου και από τα 1600 γυμνασιόπαιδα μόνο το 6% ήταν παιδιά αγροτών. (Κηπουρός, 1994: 30).
Μετά τον πόλεμο
Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου θα βρει την περιοχή αρκετά πιο πίσω αφού στο χώρο της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης εγκαταστάθηκαν ως κατοχικές δυνάμεις Γερμανοί και Βούλγαροι, με τους δεύτερους να επιδίδονται σε πρωτοφανείς αγριότητες και μαζικές εκτελέσεις, καταστρέφοντας παράλληλα τις όποιες υποδομές υπήρχαν στην περιοχή, ενώ ο αδελφοκτόνος πόλεμος θα ολοκληρώσει αυτήν την καταστροφή.
Το 1952 με την ένταξη της Ελλάδας και την ταυτόχρονη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η περιοχή αποτέλεσε στα πλαίσια του σχεδιασμού της βορειοατλαντικής συμμαχίας, το χώρο ανάπτυξης στρατιωτικών σχηματισμών. Αρχίζει η εποχή του επίσημου εξαρτημένου Ελλαδικού κράτους ενός κράτους πελάτη, μη εθνικού. Γιατί ένα κράτος που λέγεται εθνικό έχει ως βασικούς ρόλους την προστασία και τον έλεγχο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, την ανάπτυξη και τον έλεγχο της αγοράς, τη συγκεντροποίηση του πλεονάσματος της τεχνολογίας και την αξιοποίηση των φυσικών πόρων, κάτι που δεν εκπληρώθηκε στη Θράκη, ίσως επειδή η εκλογική της αγορά ήταν και είναι μικρή. (Χαραλαμπίδης, 1994: 47). Στην αντίθετη περίπτωση ένα κράτος που είναι εξαρτημένο ευνοεί και ενισχύει τη μετανάστευση, την “ευλογία Θεού”, ιδιαίτερα σε ακριτικές περιοχές όπως στη Θράκη και τον Έβρο και την ταυτόχρονη προστασία των ξένων επενδύσεων με αποικιοκρατικού περιεχομένου νόμους. Ελληνογαλλική σύμβαση “περί μεταναστεύσεως” της 13/3/1954, Ελληνοβελγική σύμβαση “περί μεταναστεύσεως Ελλήνων εργατών εις Βέλγιον προς απασχόλησιν εις ανθρακωρυχεία” της 12/7/57, η Ελληνογερμανική σύμβαση περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις Γερμανικός επιχειρήσεις” της 3/3/60 εγκατάσταση της Ντόιτσε Κομισιόν το 1960 στην Αθήνα, και η Ελληνολλανδική σύμβαση “περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εν ταις Κάτω Χώραις” της 13/6/66 (Μουσούρου 1991: 179). Νόμος 2687/53 “περί επενδύσεων και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού” που εγκωμιάζεται από τους ξένους, “χώρες όπως η Τουρκία, η Ελλάδα κι ο Παναμάς ανοίγουν το δρόμο για τη δημιουργία της σωστής ατμόσφαιρας στις επενδύσεις μας” (Σ.Β. Ραντάλ, αμερικανός πρόεδρος της Επιτροπής Ξένης Οικονομικής Πολιτικής). Οι επενδύσεις, εγχώριες και αλλοδαπές, κατευθύνονται στο εμπόριο και την οικοδομή- πολυκατοικία (“το σαπιοκάραβο της στεριάς” όπως το αποκαλεί η λογοτεχνία) στην εικοσαετία 1950-1970 σε σύνολο χρηματοδοτήσεων 380 δισεκατομμυρίων δραχμών μόλις τα 52 κατευθύνονται σε παραγωγικές επενδύσεις.
Η γειτνίαση με μια χώρα -μέλος του σύμφωνου της Βαρσοβίας που στην ψυχοπολεμική εποχή, αποτελούσε μια διαρκή πηγή κινδύνου πολεμικής σύγκρουσης, είχε ως αποτέλεσμα να αποδοθεί στη Θράκη ο ρόλος του αναχώματος, “στα σχέδια προέλασης και διάβρωσης του ελεύθερου κόσμου από τις χώρες του παραπετάσματος”.Τα μόνα απαραίτητα έργα ήταν τα στρατόπεδα, ενώ οι υποδομές που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται με λιγοστά εγχώρια και πολλά αλλοδαπά κεφάλαια (σχέδιο Μάρσαλ “περί αναστήλωσης της καταστραμμένης Ευρώπης και αποτροπής του κομμουνιστικού κινδύνου” ύψους 13 δις δολαρίων για 16 χώρες, από το οποίο η Θράκη θα πάρει 9.623.219 δολάρια που αντιστοιχούν στο 0.5%!) ταυτιζόταν με τις στρατιωτικές κινήσεις σε περίοδο θερμού επεισοδίου. Σύμφωνα με τα ψυχροπολεμικά δόγματα ασφάλειας η υπανάπτυξη της περιοχής ήταν προϋπόθεση για την υπεράσπισή της σε περίπτωση σύρραξης των δύο συνασπισμών. Έτσι οι δρόμοι, οι σιδηρόδρομοι, οι επικοινωνίες, οι παραγωγικοί τομείς ή είναι ανύπαρκτα ή θυμίζουν άλλες εποχές.Ο νομός Έβρου κρατά εδώ πρωταγωνιστική θέση λόγω της άμεσης επαφής με τον αντίπαλο. Για παράδειγμα, ο σιδηρόδρομος στη Θράκη θα θυμίζει την εποχή εκείνη και μέχρι πρόσφατα την εποχή του τελευταίου σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ μια και η χάραξη του έγινε επί περιόδου του, με πολύ τραγικό αποτέλεσμα όσοι χρησιμοποιούσαν το τρένο για τη μεταφορά τους στο βόρειο κομμάτι του νομού να διέρχονται από τουρκικό έδαφος για κάποια χιλιόμετρα. Αυτή η κατάσταση ανακόπηκε αναγκαστικά μόλις το 1977 και μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Εκτός βέβαια από τις ανύπαρκτες πολιτικές που στέρησαν τη Θράκη, τον Έβρο από την ανάπτυξη, υπήρξαν ενέργειες που εντάσσονται στο γενικότερο κλίμα της εποχής και είχαν ως αποτέλεσμα την αποσταθεροποίηση του χώρου και της συνέχισης μιας κατάστασης αβεβαιότητας. Το 1955 η Ελλάδα θέλει τους Πομάκους, Τούρκους, μία συνισταμένη των μουσουλμανικών μειονοτήτων αλλά με την όξυνση των σχέσεων με την Τουρκία, τους θέλει Βούλγαρους. Ένα μικρό παράδειγμα πως και στον τομέα αυτό έλειψε η ολοκληρωμένη, σχεδιασμένη πολιτική για την περιοχή. Μια πολιτική που στηρίχτηκε στην άνδρωση του μοντέλου “υδροκεφαλισμός της Αθήνας - κατάρρευση της “περιφέρειας”, “αγροτική έξοδος - εργάτες- υπάλληλοι- κάτοικοι σε νέες συνοικίες στο λεκανοπέδιο”, “αντιπαροχή (ο οικοδομικός τομέας μόνο στην εικοσαετία 1950-1970 παίρνει 157 δισεκατομμύρια δραχμές σε δάνεια που είναι τρεις φορές περισσότερα από τη βιομηχανία), “έργα στην πρωτεύουσα -κατασπατάληση των εθνικών πόρων - αφαίμαξη της περιφέρειας-εξαναγκασμός σε μετανάστευση του εργατικού δυναμικού” “Η βιομηχανική ανάπτυξη έξω από την πρωτεύουσα υπόκειται σε μεγάλο βαθμό στην πρωτοβουλία και τον έλεγχο της Αθήνας… Η Αθήνα είναι πρώτα απ’ όλα ένα κέντρο διανομής, κατανάλωσης και διοίκησης” (Vermeulen, 1983: 116). Ο Ο. Burgel αποδίδει αυτήν την εξάρτηση του περιφερειακού χώρου από την πρωτεύουσα σε μια εξπρεσιονιστική παράσταση που παρομοιάζει την Αθήνα με “ένα βαρύ κεφάλι σε ένα αδύναμο σώμα” (Burgel, 1976: 23), “το λεκανοπέδιο έχει εισοδήματα όμοια με αυτά της βόρειας Ιταλίας και η υπόλοιπη χώρα δεν ξεπερνά το μέσο εισόδημα των Ινδιών” θα πει γνωστός πολιτικός, από τα 5, 5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ (εγκρίσεις ξένων επενδύσεων στην περίοδο 1953-1983 εισάγονται μόνο τα 1.926.107.116, από τα οποία το 55% επενδύονται στην Αττική.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 θα αρχίσει να δημιουργείται ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, από το νομό Έβρου κύρια προς τη Γερμανία και κατά δεύτερο λόγο προς Βέλγιο, Ολλανδία, στην Ουτρέχτη το 54% των Ελλήνων μεταναστών κατάγονται από τη Θράκη, στο Χόρ-κμε το 49%, στο Οιστερβέικ το 40%, με τους Θρακιώτες να προέρχονται σχεδόν όλοι από τον Έβρο- Vermeulen, κ.ά, 1990: 42). Αρχίζει η εποχή όπου τη βόρεια Ελλάδα τη διαποτίζει η Γερμανία.
Η μετανάστευση
Η μετανάστευση προς την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία που ξεκίνησε μια γενιά μετά την εγκατάσταση του πελώριου κύματος των Μικρασιατών προσφύγων, εμφανίστηκε σε μια στιγμή όπου ο μικροϊδιοκτητικός πολυτεμαχισμός και η κρίση της γεωργίας, σε συνδυασμό με την πολιτική που αναπτύχθηκε από την Αθήνα για την περιφέρεια, απειλούσαν τα θεμέλια της θρακικής, ιδιαίτερα της εβρίτικης, αγροτικής κοινωνίας, ενώ ειδικά στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ρόλο στη μεταναστευτική κίνηση έπαιξαν και πολιτικοί λόγοι. Η μεταπολεμική Ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία συνδέεται με τις υπάρχουσες αντικειμενικές συνθήκες στη χώρα αλλά είναι απόφαση κάποιων να μεταναστεύσουν όχι γιατί δεν μπορούν να επιβιώσουν αλλά και γιατί θεωρούν ότι με την μετανάστευση αυτή, θα επιτύχουν την υπέρβαση αντίξοων συνθηκών (Μουσούρου, 1991: 20). Η μετανάστευση εξασφάλιζε σε όσους έφευγαν, άντρες και μετέπειτα γυναίκες, μια επίπονη εργασία, ελάχιστα ενδιαφέρουσα, αλλά καλοπληρωμένη. Έτσι μπόρεσε να γίνει αποταμίευση, να διοχετευτούν χρηματικοί πόροι ακόμη και σε εκείνους που έμεναν πίσω στην πατρίδα.
Οι κάτοικοι του νομού Έβρου αρχίζουν να προμηθεύουν φτηνά εργατικά χέρια στην ευρωπαϊκή και ελληνική αγορά και σιγά - σιγά γίνονται πολυεθνικοί εργάτες στα εργοστάσια της βόρειας Ευρώπης ή υπάλληλοι στα πολυκαταστήματα και τις βιοτεχνίες της Αθήνας. Υπολογίζεται ότι πάνω από 80000 Θρακιώτες ηλικίας 15-44 χρονών γίνονται μετανάστες την περίοδο αυτή.Έτσι, πολύ γρήγορα, από κατ’ εξοχήν περιοχή εθνικών ευεργετών η Θράκη μετατράπηκε σε κατ’ εξοχήν περιοχή εξαγωγής μεταναστών.
Διαβάστε Περισσότερα...
http://malkidis.info/gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.