Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Σφακιά 1770 επανάσταση Δασκαλογιάννη




Ο πληθυσμός των Σφακιών επί Ενετών αλλά και σήμερα αριθμεί τις 2500 ψυχές επί Τουρκοκρατίας έφθασε τις 11.000 αυτό και μόνο δείχνει το μέγεθος της συμφοράς των πεδινών Χριστιανών. Ένας μεγάλος βράχος είναι τα Σφακιά, όμως αυτός ο βράχος θα δημιουργήσει τις συνθήκες της ελευθερίας.

Το 1770 οι Σφακιανοί ευημερούσαν, είχαν στόλο ο οποίος με το εμπόριο έφερνε πλούτο στην επαρχία, ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχει ένας πλοιοκτήτης με το όνομα Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης, λεγόταν έτσι γιατί είχε διδάξει σε σχολείο των Σφακίων, είχε τέσσερα πλοία δικά του και εμπορευόταν μέχρι την Ρωσία.

Είναι βέβαιο ότι ο Δασκαλογιάννης ήταν ο πρώτος στα Σφακιά, γνώριζε τον Εμμανουήλ Μπενάκη από την Μάνη και πιθανόν τον Ορλώφ που η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας είχε στείλει στην Πελοπόννησο το 1769 για να κινήσει επανάσταση των Μανιατών κατά των Τούρκων, υποβοηθώντας έτσι τα σχέδιά της.

Ο Δασκαλογιάννης είχε πεισθεί για την ειλικρίνεια των Ρώσων ως προς την έμπρακτη βοήθεια τους. Τον Απρίλιο του 1770 οι Σφακιανοί με δύο χιλιάδες άνδρες και καλή προετοιμασία χτυπούν τους Οθωμανούς. Η πρώτη επανάσταση είχε αρχίσει.

Οι Τούρκοι με δεκαπέντε χιλιάδες στρατό, από τον Αποκόρωνα αναγκάζουν τους επαναστάτες να περιορισθούν στα Σφακιά, προνοώντας πολλοί Σφακιανοί διώχνουν τα γυναικόπαιδα στα Κύθηρα και την Πελοπόννησο μέσω του Λουτρού.

1770.jpg

Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο κύλησε με μάχες στις οποίες οι Τούρκοι μπροστά έβαζαν δεμένους χριστιανούς για να μην τους πυροβολούν οι αγωνιστές. Με ενισχύσεις οι Τούρκοι άνοιξαν δεύτερο μέτωπο από την μεριά του Καλλικράτη.

Ο Δασκαλογιάννης αναγκάσθηκε να μοιράσει το στρατό του και να στείλει τους καπετάνιους Στρατή Βούρβαχη και Γεωργάκη προς αντιμετώπισή τους.

Οι μάχες πλέον διεξάγονται με ένα Σφακιανό προς 15 τούρκους, τα δύο μέτωπα (Κράπης – Καλλικράτη) θα συμπτυχθούν σε ένα και θα δοθεί η μάχη της Ίμπρου όπου ο καπετάνιος Μανούσακας θα κάνει τους κατακτητές να χάσουν 800 άνδρες, μα και οι Σφακιανοί είχαν 300 άνδρες νεκρούς.

Μετά από αυτή την μάχη όλες οι υπόλοιπες έγιναν για να δοθεί χρόνος να φυγαδευθούν τα γυναικόπαιδα, προς τα κύθηρα και τα επτάνησα, μέσω του Λουτρού.

Ο χρόνος κυλούσε σε βάρος των Σφακιανών, ενισχύσεις δεν υπήρχαν, οι Ρώσοι δεν φάνηκαν, οι αγωνιστές ταλαιπωρημένοι υποχωρούσαν βήμα-βήμα προς τις μαδάρες.

Τα χωριά τους ήταν στο έλεος της θηριωδίας των γενίτσαρων, οι αγωνιστές μέρα τη μέρα λιγόστευαν ο καπετάνιος Στρατής Βούρβαχης

πέφτει υπερασπιζόμενος την Ανώπολη, κοντά του θα μείνουν για πάντα εικοσιεπτά παλλικάρια του, τα γυναικόπαιδα φυλάγονται με δυσκολία στο φαράγγι της Σαμαριάς, η γυναίκα του αρχηγού και οι κόρες του συλλαμβάνονται.

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ο ήρωας πρωτομάρτυρας Δασκαλογιάννης παρά την αντίθετη άποψη των καπετάνιων Μανούσακα και Χούρδου, αποφάσισε να παραδοθεί, προσπαθώντας να σώσει ότι απέμεινε σε έμψυχο υλικό.

Στη διάρκεια τούτης της φονικής μάχης ο Δασκαλογιάννης είχε στείλει τη γυναίκα του μαζί με τις δύο μεγάλες του κόρες, τη Μαρία και την Ανθούσα, στο Λουτρό για να μπουν στο καράβι του. Όμως στο δρόμο τραυματίστηκε η Σγουρομαλλίνη και οι κόρες της νομίζοντας ότι σκοτώθηκε τρέχουν απελπισμένες, χωρίς να ξέρουν που πηγαίνουν, με αποτέλεσμα να πέσουν στα χέρια των Τούρκων που όταν έμαθαν ότι είναι κόρες του αρχηγού τις παρέδωσαν στο σερασκέρη.

Ο Δασκαλογιάννης εν τω μεταξύ κατεβαίνει στο Λουτρό, μαθαίνει το χαμό των παιδιών του, βλέπει τη γενική καταστροφή και στη απελπισία του πάνω αποφασίζει να παραδοθεί στον πασά. Οι άλλοι αρχηγοί όμως δεν τον αφήνουν να πραγματοποιήσει τη σκέψη του.

Αλλά και οι Σφακιανοί βρίσκονταν σε τραγική θέση. Όλα τα χωριά καμένα. Τα κοπάδια, τα σπίτια, οι σοδειές λεηλατημένες. Και έφταναν οι ψυχρές μέρες του Φθινοπώρου. Σε λίγο θα κατέβαιναν χιόνια στα βουνά. Οι θάλασσες θα αγρίευαν. Τα γυναικόπαιδα θα αφανίζονταν. Μέσα σ’ αυτό το τρομερό κλίμα, ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων. Οι κήρυκες κραύγαζαν κάθε μέρα:
«Αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, εμείς θα φύγουμε από τα Σφακιά και θα χορηγήσουμε γενική αμνηστία. Ο Δασκαλογιάννης θα κρατηθεί για ένα διάστημα σαν εγγύηση ότι δεν θα συνεχισθεί η επανάσταση!»
Το μαρτύριο του Δασκαλογιάννη

Έτσι, 17 Ιουνίου, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων, για να μπορούν να παραβρεθούν στο μαρτύριο του ήρωα, ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε στους δήμιούς του.
Οι Τούρκοι του Μεγάλου Κάστρου που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση παρακολουθούσαν πάντα τις εκτελέσεις των Χριστιανών, είχαν συγκεντρωθεί στον τόπο του μαρτυρίου του.

Στις 17 Ιουνίου 1771 το πρωί, ο πασάς φώναξε ένα βάρβαρο γενίτσαρο, ειδικό στους βασανισμούς, και του παράδωσε τον Δάσκαλο.

- Θέλω το θάνατο σκληρό και στη μεγάλη πλατεία.
Ο «ειδικός» κάλεσε σε σύσκεψη την παρέα του και βρήκαν τον τρόπο που θα σκότωναν τον Δάσκαλο. Τον έσυραν στους δρόμους. Μαζεύτηκαν τα μπουλούκια απ’ όλες τις γειτονιές. Άκουσαν οι Χριστιανοί τη βοή να σηκώνεται από τις τέσσερις άκρες της πολιτείας και μαντάλωσαν τα σπίτια τους. Οι φονιάδες ξεκίνησαν για την πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ακ Μεϊτάν την έλεγαν οι Τούρκοι.
Μπροστά έσερναν τον μελλοθάνατο και πίσω ακολουθούσαν άγριοι και πολεμικοί, οι ηρωικοί γενίτσαροι, έτοιμοι να δείξουν την ανδρεία τους πάνω στον δεμένο Δασκαλογιάννη. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό.

- Γιάε που θα σε κάτσω, Δάσκαλε. Στο θρόνο, σαν το μητροπολίτη, έλεγε ο δήμιος.
Ο Δάσκαλος άκουε και δε μιλούσε. Είχε το κεφάλι ίσιο όσο γινόταν. Κείνη την ώρα, στην πλατεία του Μεγάλου Κάστρου, ένιωθε πως κρινόταν η Κρήτη στο πρόσωπό του κι έκανε κουράγιο κι έσφιγγε τα δόντια του να μην την προσβάλει. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Αυτό το καταλάβαινε ο Δάσκαλος. Και μάζευε τη δύναμή του να δώσει την ύστερη μάχη.

Όταν τέλειωσε ο «θρόνος» τον σήκωσαν και τον κάθισαν επάνω. Του ’δεσαν χέρια και πόδια. Του ’δεσαν και το κορμί γερά να μη μπορεί να κινηθεί! Και σάλπισαν.

Τότε ήρθε ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι. Ανέβηκε στον «θρόνο», άρπαξε τον μάρτυρα απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Φρίκιασε ο όχλος να δει τέτοιο θέαμα. Πήδηξαν τα αίματα και γέμισαν τα χέρια των δημίων. Ο «ειδικός» έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος:
- Τζάμπα πετσί για τα στιβάνια σας!

Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέπτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του. Έπειτα έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο,«εμουγκαλίσθησαν ως βόες δις και τρις» κατά την έκφραση του ιστορικού. Από τη στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε.

Εκείνο, όμως, που περίμεναν οι Τούρκοι αξιωματούχοι, δεν έγινε. Μάταια λογάριαζαν πως ο Δάσκαλος θα ούρλιαζε, θα ’κλαιγε, θα γύρευε έλεος. Εκείνος πάλευε σαν άντρας περήφανος με τους φοβερούς πόνους. Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό. Τίποτε άλλο.

Ο όχλος εκνευρίστηκε από την αντοχή του. Ένιωθαν πως τούτος ο γκιαούρης περιφρονούσε τον θάνατο και τους δημίους του, κέρδιζε μια κρατερή μάχη μέσα στην καρδιά του Μεγάλου Κάστρου και αποθηριώθηκαν. Ύβρισαν τον Χριστό και τους Κρητικούς και απείλησαν γενική σφαγή για μια στιγμή.
Ένας Τούρκος, ο Χασάν Μαράζης, διηγήθηκε σε βαθιά γεράματα, την εντύπωση που του ’κανε ο ηρωικός θάνατος του Δασκάλου. Ήταν τότε νέος και φανατικός. Έβλεπε τον καπετάνιο να παλεύει συγκρατημένος με τα βασανιστήρια και τρόμαξε: «Αυτός δεν ήταν άνθρωπος, μα την πίστη μου».

Οι δήμιοι, όμως, συνέχισαν και μετά τον θάνατό του να κόβουν το δέρμα του νεκρού και να το πετούν στον όχλο.
Για να πιστέψουν πως πέθανε τον άφησαν πάνω στα ξύλα, δυο μέρες, να τον σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος. Ύστερα έβαλαν δυο ραγιάδες και τον έθαψαν σ’ ένα λάκκο, μια δεκαριά βήματα νοτιοανατολικά από τη γωνία της Ακ-Τάμπιας. Εκεί σκέπασε το λείψανό του το χώμα του Κάστρου κι η λησμονιά.

Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά. Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση.
Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των αγάδων και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.

Ο λαϊκός ριμαδόρος Μπαντζελιός λίγα χρόνια μετά υμνεί:

…Που είν’ οι γι’ άντρες των Σφακιών οι άξιοι κ’ αντρειωμένοι

σούλο τον κόσμο ξακουστοί, περίσσια τιμημένοι;

Που είν’ οι γάντρες τω Σφακιώ, ούλοι μιτσοί μεγάλοι,

Που το πρωτοσηκώσασι του βασιλιά κεφάλι;

Άλλους έφα’ ο πόλεμος, κι’ άλλ’ εξενιτευτήκα,

Κ’ έρημα και παντέρημα και τα Σφακιά τ’ αφήσα

Πού ειν’ η χώρα τω Σφακιώ με τα πολλά καράβια

Με τα εκατό τση τα’ εκκλησιές τα πλούσια τα σεράγια;

Ούλα γενήκατε σωρός και δεν βγορίζει σπίτι……..

Το δένδρο της ελευθερίας ποτίστηκε με αίμα 50 χρόνια αργότερα το 1821 όλα θα είναι διαφορετικά.

Ο Ιστορικός Ι. Μουρέλος στην Ιστορία της Κρήτης τόμος Α’ σελ. 340 γράφει: «εμείς οι άλλοι οφείλομεν ευγνωμοσύνη στο λαό των Σφακίων που τόσες φορές εθυσιάστηκε για τους άλλους. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε πως, οι ως τα 1770 ευτυχισμένοι και σχεδόν ελεύθεροι Σφακιανοί, εθυσίασαν την ευτυχία τους για την ελευθερία των άλλων Κρητικών».

Το τίμημα να τα βάλει με το σουλτάνο και χωρίς ξένη βοήθεια μια και μόνη επαρχία ήταν το ακόλουθο, από τους 11000 κατοίκους :

3500 σκοτώθηκαν στις μάχες.

1500 πέθαναν από κακουχίες.

2000 μετοίκησαν εκτός Κρήτης και αρκετοί εκτός Ελλάδας.

4000 έμειναν ζωντανοί στα ερείπια της επαρχίας, είναι αυτοί που θα γεννήσουν τους ήρωες του 1821.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.